καταπικραίνω

καταπικραίνω
καταπίκρανα, καταπικράθηκα, καταπικραμένος, πικραίνω κάποιον υπερβολικά, τον καταλυπώ: Τον καταπίκρανε η αποτυχία του στις εξετάσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταπικραίνω — (Μ καταπικραίνω) (επιτ. τ. τού πικραίνω) 1. ενεργ. πικραίνω, στενοχωρώ κάποιον πολύ 2. μεσ. καταπικραίνομαι δοκιμάζω πολλές πίκρες …   Dictionary of Greek

  • καταλυπώ — (AM καταλυπῶ, έω) προξενώ πολύ μεγάλη λύπη σε κάποιον, καταπικραίνω, πληγώνω βαθιά …   Dictionary of Greek

  • μυριοκαταπικραίνω — (Μ) λυπώ, στενοχωρώ κάποιον υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + καταπικραίνω] …   Dictionary of Greek

  • φαρμακώνω — φαρμάκωσα, φαρμακώθηκα, φαρμακωμένος 1. μτβ., δίνω σε κάποιον να πιει φαρμάκι (βλ. λ.), δηλητηριάζω, σκοτώνω με δηλητήριο: Κοίτα μέσα στα σπλάχνα μου, Πλάστη! τα φαρμάκωσα, αλήθεια, η πικρή (Δ. Σολωμός). – Φαρμάκωσε τον άντρα της και ύστερα η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”